ανατίναγμα

ανατίναγμα
το, -ατος
και ανατιναγμός, ο αναπήδημα, τράνταγμα: Το ανατίναγμα, απ' τις λακκούβες του δρόμου, μας είχε όλους ανακατέψει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανατίναγμα — το τίναγμα προς τα επάνω, αναπήδηση, ανασκίρτηση …   Dictionary of Greek

  • αναπήδημα — το (Μ ἀναπήδημα) ξεπήδημα, ανάβλυση νεοελλ. 1. το εκ νέου πήδημα 2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση …   Dictionary of Greek

  • αναπήδηση — η ανατίναγμα, ορμητική ανάβλυση: Η αναπήδηση του νερού της πηγής έφτανε το μέτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπετάρισμα — το, ατος ανατίναγμα, τσάκισμα, νάζι: Το αναπετάρισμά της όμως είχε τη χάρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”